- κωθωνόχειλος
- κωθωνόχειλος, -ον (Α)(για κύλικα) αυτός που έχει χείλη όμοια με εκείνα τού κώθωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. κώθων + -χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώ-χειλος, παχύ-χειλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωθωνόχειλον — κωθωνόχειλος with the lip masc/fem acc sg κωθωνόχειλος with the lip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)